λιθοβόλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθόβολος — throwing stones masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοβόλος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… … Dictionary of Greek
λιθόβολος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… … Dictionary of Greek
λιθοβόλοις — λιθόβολος throwing stones masc/fem/neut dat pl λιθοβόλος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοβόλον — λιθοβόλος masc/fem acc sg λιθοβόλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοβόλου — λιθόβολος throwing stones masc/fem/neut gen sg λιθοβόλος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοβόλους — λιθόβολος throwing stones masc/fem acc pl λιθοβόλος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοβόλων — λιθόβολος throwing stones masc/fem/neut gen pl λιθοβόλος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοβόλῳ — λιθόβολος throwing stones masc/fem/neut dat sg λιθοβόλος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθόβολον — λιθόβολος throwing stones masc/fem acc sg λιθόβολος throwing stones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)